- τρυγητικός
- -ή, -ό / τρυγητικός, -ή, -όν, ΝΑ [τρυγητός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρύγηση ή στον τρυγητή ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον τρύγο («τρυγητικά μηχανήματα»)μσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρυγητικάη αμοιβή τών τρυγητών.
Dictionary of Greek. 2013.